- στιπτός
- -ή, -ό / στιπτός, -ή, -όν, ΝΑ, και στυφτός και στιφτός, -ή, -ο, Ν, και στειπτός, -ή, -όν, Ανεοελλ.στιμμένοςαρχ.1. στερεά πατημένος, πεπιεσμένος («στιπτὴ φυλλὰς», Σοφ.)2. φρ. α) «στιπτοὶ γέροντες»μτφ. τραχείς, σκληραγωγημένοι γέροντες (Αριστοφ.)β) «ἄνθρακες στιπτοί» — σκληροί άνθρακες που, σύμφωνα με μαρτυρία του Θεοφράστου, παρασκευάζονταν από τους Αχαρνείς (Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. στιπτός < μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- τού ρ. στείβω* «πατώ με τα πόδια, πιέζω», ενώ οι νεοελλ. τ. στυφτός και στιφτός < στύβω / στίβω, διαφ. γρφ. τού στείβω (βλ.λ. στείβω)].
Dictionary of Greek. 2013.